Γεννήθηκε κατά λάθος, όπως δημιουργούνται πολλά όμορφα πράγματα σε αυτόν τον κόσμο και το μέλλον του δοκιμάστηκε, δεδομένου ότι αποτελεί  παραλλαγή ενός άλλου  τραγουδιού με σαφώς πιο μεγαλειώδη και εντυπωσιακή παραγωγή λόγω της χορωδίας του, του “Αυταπάτες”. Παρόλα αυτά το “Εικόνες απ’το χθες” σημαίνει πολλά για μένα και για αυτό παρέμεινε να στολίζει αγέρωχα το τέλος του Ματωμένου Γαλάζιου με το αιώνιο Καζαντζακικό μήνυμά του περί πάλης για ζωή.

Όλα ξεκίνησαν όταν γράφαμε το “Αυταπάτες” το οποίο είναι ένα από τα λίγα τραγούδια του δίσκου που δεν τα έγραψα εγώ. Συνθέτης και στιχουργός είναι ο Νίκος Παλυβός. Ήθελα το τραγούδι να είναι άκρως πιανιστικό με κρεσέντο από φωνητικά στο ρεφρέν οπότε έφτιαξα έναν οδηγό στην κιθάρα και ο Simon τον έστειλε στον Διομήδη Βλαχόπουλο στις Σέρρες για να ηχογραφήσει το πιάνο. Οι οδηγίες που είχαμε δώσει στον Διομήδη ήταν να έχει πολύ ελεύθερο παίξιμο (κυρίως δεν θέλαμε μετρονόμο) και να δώσει λίγο από τον εαυτό του στο κομμάτι. Έτσι λοιπόν μετά από μέρες ο Simon μου τηλεφώνησε και μου είπε ότι το πιάνο ήταν έτοιμο:  “Να ξέρεις όμως ότι o Διομήδης έκανε μία αλλαγή στο ρεφρέν…έβαλε μία τζαζιά…δεν ξέρω αν θα σου αρέσει”…

Το ακούω λοιπόν και τα συναισθήματά μου ήταν ανάμικτα. Η μελωδική γραμμή του ρεφρέν είχε μία σημαντική καθοδική κλίμακα συγχορδιών που δεν ταίριαζε εύκολα με τους αρχικούς στίχους. Παρόλα αυτά μου άρεσε… Ήταν πολύ κρίμα να πεταχτεί στον Καιάδα των αναμνήσεων μία τέτοια μουσική! Επικοινώνησα και με τους δύο και αποφάσισα να κρατήσω αυτήν την εκδοχή. Θα έγραφα στίχους εκ νέου και θα το χωρούσα σε κάποιο σημείο του δίσκου ως αντίπαλη συναισθηματική κατάσταση των όσων περιγράφονται στο “Αυταπάτες”.

Ο Διομήδης ηχογράφησε λοιπόν δύο φορές το ίδιο τραγούδι. Μία έτσι όπως του το είχαμε υπαγορέψει και μία προσθέτοντας την δική του αισθητική πινελιά. 

Στιχουργικά το “Εικόνες απ’το χθες” αποτυπώνει πολλά δικά μου βιώματα εκείνης της περιόδου. Το γεγονός άλλωστε ότι αποτελεί την κάθαρση του ήρωα στο τέλος του δίσκου σημαίνει πολλά…

Δύο είναι τα γεγονότα από τα οποία εμπνεύστηκα τους στίχους…

Το πρώτο ήταν ένα μονοήμερο ταξίδι που έκανα στην Κομοτηνή για να επισκεφτώ τους συγγενείς μου εκεί. Φεύγοντας λοιπόν από το ταβερνάκι και πριν επιστρέψω για Θεσσαλονίκη σταματήσαμε στο σπίτι που μεγάλωσε η γιαγιά μου (η οποία είχε φύγει και αυτή πια από την ζωή)… Ήταν ένα παραδοσιακό διώροφο σπίτι πολύ ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής. Δεν έχω συναντήσει κάτι παρόμοιο σε άλλα μέρη της Ελλάδας (ίσως σε κάτι Ηπειρώτικα χωριά). Επρόκειτο για μία τετράγωνη ψηλή περίφραξη από τοίχο, στη μία γωνία του οποίου ορθωνόταν το σπίτι ενώ εντός και κατά μήκος των τειχών βρισκόταν μικροί οικίσκοι-βοηθητικοί χώροι που χρησιμοποιούταν ως αποθήκες και το εργαστήριο του προπάππου μου. Κατά κάποιον τρόπο θύμιζε κάτι μεξικάνικες οχυρωμένες οικίες ή παλιές ρωμαϊκές οικίες… Ανοίξαμε τη μικρή εξώπορτα και βρεθήκαμε στην αυλή. Ήταν έρημη και ακατάστατη γεμάτη σκουπίδια, σκουριασμένα εργαλεία και κομμένα σανίδια.  Στο κέντρο το πηγάδι είχε στερέψει και αυτό προ πολλού. Ανεβήκαμε τα σκαλιά της οικίας, ανοίξαμε την πόρτα και βρεθήκαμε σε ένα στοιχειωμένο σπίτι. Ο τελευταίος κάτοικος του σπιτιού ήταν η αδερφή της γιαγιάς μου η οποία είχε πεθάνει αρκετό καιρό πριν. Φαίνεται όμως ότι όταν ένα σπίτι δεν κατοικείται , καταρρέει.

Ενώ κάποια αντικείμενα παρέμεναν έτσι όπως τα άφησε (δεν θα ξεχάσω την οδοντόβουρτσα και την οδοντόκρεμά της που βρίσκονταν ακόμα στο δοχείο, μπροστά από τον καθρέφτη της τουαλέτας λες και την περίμεναν ακόμα να τα χρησιμοποιήσει), κάποια άλλα, όπως πχ. τα δοκάρια του πατώματος σάπιζαν από την υγρασία. Η μάνα μου μας έκανε περιήγηση στα δωμάτια και μας αφηγούταν ιστορίες για γεγονότα που είχαν συμβεί στο κάθε δωμάτιο, γεγονότα που είχαν συνδεθεί με συγκεκριμένα αντικείμενα (κάποιο τραπεζομάντηλο, μία ντουλάπα, μία εγκυκλοπαίδεια, κάποια ασημένια ποτήρια) και εγώ ταξίδευα στο παρελθόν, προσπαθώντας να βάλω την φαντασία μου να δώσει ζωή σε αυτό το νεκρό σπίτι. Υπήρχαν κάτι φωτογραφίες στον τοίχο… Ήταν η αδερφή της γιαγιάς μου με τον  άντρα της. Νέοι, περπατούσαν αγκαζέ, καλοντυμένοι και ευδιάθετοι σε μία πλατεία και χαμογελούσαν στον φακό… Πόσο παράξενο! Εκείνη η στιγμή είχε βαλσαμωθεί αιώνια! Πρέπει να κάθισα πολύ ώρα μπροστά από αυτήν την φωτογραφία. Ήταν ωραίοι άνθρωποι…Για όσο τους έζησα και τους θυμάμαι ήταν καλοί άνθρωποι… Μπροστά μου λοιπόν τους είχα εκεί, στο χαρτί…μου μιλούσαν νοερά. Όμως πια είχαν χαθεί. Δεν υπήρχαν σε αυτόν τον κόσμο…Είχαν πεθάνει. Το περιβάλλον γύρω  μου, μου υπενθύμιζε το πόσο ανελέητος είναι ο χρόνος! Το πώς κάποια ημέρα κάποιος άλλος θα κοιτά αντίστοιχα μία δική μου φωτογραφία και θα προσπαθεί να φανταστεί το πώς έζησα…

Από εκεί λοιπόν εμπνεύστηκα τους στίχους:

Υπήρχαν στιγμές
που έχουν πια χαθεί
πρόσωπα και εικόνες
από μιαν άλλην εποχή
Τα βράδια μου μιλάνε
και ‘γω τους απαντώ
μα αυτά δεν είναι εδώ

Εικόνες απ’το χθες
Σε κάδρα που μιλάνε
το ψέμα αυτό που ζω
οι αλήθειες που πονάνε

Χαμόγελα γλυκά
που έχουν αιώνια παγώσει
Σε άψυχα χαρτιά
που όμως ζωή τα έχουν δώσει
Κι όμως είμαι εδώ
έχω ακόμα αναπνοές…

Το δεύτερο γεγονός από το οποίο εμπνεύστηκα τους υπόλοιπους στίχους προέκυψε μετά από μία πρόβα που κάναμε με το πολυμελές σχήμα των Χρώμα Vs Κρουστόφωνο στο Red House στην περιοχή της Αγίας Τριάδας κοντά στο Πεδίο του Άρεως στην Θεσσαλονίκη. Τότε έμενα στο κέντρο και πήρα τον δρόμο της επιστροφής με τα πόδια, φορτωμένος με τα όργανα στην πλάτη. Θυμάμαι είχε ησυχία στον δρόμο και περπατούσα γαλήνιος, μηχανικά από συνήθεια, σαν υπνοβάτης, με κατεύθυνση το σπίτι μου.

Περνώντας από το πεδίο του Άρεως ανασύρθηκαν στη μνήμη μου κάποια παλιά γεγονότα… Πριν χρόνια είχαμε έρθει σε αυτό το πάρκο με την αδερφή μου, τον γαμπρό μου και τον ανιψιό μου που τότε ήταν ένα μωράκι που μόλις περπατούσε. Μετά από κάποιες ημέρες ο γαμπρός μου δυστυχώς πέθανε (αυτό είναι μία άλλη ιστορία)… Μετά το μνημόσυνο και καθώς επέστρεφα την αδερφή μου και τον μικρό σπίτι τους ο δρόμος μας έφερε πάλι σε αυτό το μέρος και ο μικρός ήθελε να παίξει (έχει τραμπάλες, κούνιες κλπ)… Στιγμιαία πρότεινα να σταματήσουμε και η αδερφή μου έδειξε να συμφωνεί αλλά στα μάτια της έβλεπα έναν πόνο που προκαλούταν από τις αναμνήσεις του χθες που της ανέσυρε αυτό το μέρος… Σταματήσαμε. Ο μικρός δεν αισθανόταν πολλά… Μεταξύ μας όμως υπήρχε ένα παράξενο συναίσθημα. Μπορεί να μην λέγαμε τι αισθανόμασταν αλλά πολλές φορές δεν χρειάζεται να πεις πολλά με κάποιον για να καταλάβεις τι σκέφτεται…

Πώς γίνεται ένα μέρος που σου θυμίζει μία ευτυχισμένη κατάσταση να σε πονάει τόσο πολύ ακριβώς για αυτόν τον λόγο…γιατί σου θυμίζει εκείνη την χαρούμενη κατάσταση που έχει πια παρέλθει…     

Όλα αυτά σκεφτόμουν λοιπόν καθώς περπατούσα κατά μήκος του πεδίου του Άρεως… Μέρος γνωστό που όμως έφερνε στο νου αναμνήσεις τόσο μακρινές λες και προέρχονταν από την ζωή κάποιου άλλου…ήταν όμως η δική μου ζωή…

Υπάρχουν στιγμές
Σε μέρη περπατώ
μέρη που μου θυμίζουν
έναν πλανήτη μακρινό
Συχνά μου ψιθυρίζουν
κι εγώ τ’αναζητώ
Μα αυτά δεν είναι εδώ

Κι όμως είμαι εδώ
έχω ακόμα αναπνοές
δε θέλω πια να ζω
με τα φαντάσματα του χθες