Υπάρχουν στιγμές στις ζωές μας όπου μας παρουσιάζεται απλόχερα και αναπάντεχα ένα πνευματικό φως. Μοιάζει με ισχυρό σκούντημα που μας ξυπνά από τον ύπνο, με το άνοιγμα ενός διακόπτη σε ένα σκοτεινό δωμάτιο ή με την ανατολή του ηλίου που μας επιτρέπει να δούμε τον υπέροχο κόσμο. Είναι ένα πνευματικό, αόρατο τατουάζ που εφόσον αποτυπωθεί στην ψυχή μας δεν πρόκειται να σβήσει ποτέ και μέλλει να αποτελέσει το αστέρι που θα μας καθοδηγεί πνευματικά και καλλιτεχνικά όταν ο κόσμος έξω θα μοιάζει γκρίζος και ανιαρός.

Το τι εκλαμβάνει ο κάθε άνθρωπος σαν πνευματικό φως είναι άκρως υποκειμενικό. Στην δική μου περίπτωση μπορώ να πω ότι έχω δεχτεί αυτό το φως 3 φορές στη ζωή μου… 3 φορές! Σημαδιακό;

Η πρώτη φορά ήταν όταν άκουσα το Electric Ladyland του Jimi Hendrix. Ήμουν φοιτητής, εκεί στο τέλος της δεκαετίας του ’90 και αναζητούσα μουσικές για να πλουτίσω τον μουσικό μου κόσμο όπως οι εξερευνητές αναζητούσαν παλιά άγνωστα μέρη. Ήμουν μεταλάς, συλλέκτης cds και φανατικός αναγνώστης των μηνιαίων εκδόσεων του metal hammer όπως οι σωστοί Χριστιανοί πηγαίνουν κάθε Κυριακή στην εκκλησία. Δεν θυμάμαι ποια απόφαση με έσπρωξε στο να αγοράσω εκείνο το cd…

Ίσως να ήταν το γεγονός ότι όπως κάθε ηλεκτρικός κιθαρίστας που σέβεται τον εαυτό του και θέλει να βελτιώσει την τεχνική του πρέπει να ακούσει Jimi Hendrix, έτσι όφειλα να κάνω και εγώ. Ο Jimi ήταν για μένα μία λέξη που μου θύμιζε το παρωχημένο, το παλιό και υπερεκτιμημένο γιατί όταν ήμουν μικρός τον ανέφερε πολλές φορές ο πατέρας μου… Σημειώνω ότι ο πατέρας μου ακούει λαϊκά, οπότε καταλαβαίνετε γιατί είχα σχηματίσει μία εικόνα δυσπιστίας για τον Jimi Hendrix παρόμοια με αυτή που νοιώθουμε για ιστορίες που μας λένε οι μεγαλύτεροι για ομάδες ή παίκτες του παρελθόντος μυθοποιώντας τους.

Ήταν μεσημεράκι, όμορφη μέρα. Βάζω το cd να παίζει και ακούγεται η εξωγήινη έναρξη του And the gods made love. Το εν λόγω κομμάτι δεν είναι τραγούδι αλλά μία ηχητική διαδρομή που λειτουργεί ως αστρική πύλη σε αυτό που έπεται! Οκ, δεν είχα πάθει τραμπάκουλο αλλά όντως αναρωτιόμουν τι θα ακολουθήσει. Και τότε σκάει  το Have you ever been (to electric ladyland). Ήμουν πίσω στην δεκαετία του ’60 χωρίς να έχω πάρει ναρκωτικά. Ξεφύλλιζα τις σελίδες του εντύπου που συνόδευε το cd και έβλεπα εκείνες τις εικόνες από το παρελθόν ενώ η μουσική ήταν τόσο σύγχρονη! Μιλάμε για ένα άλμπουμ που δημιουργήθηκε κάπου στο ’67 (και κυκλοφόρησε το ’68). Μετά ήρθε το Crosstown traffic και με έκανε να κουνιέμαι μόνος. Γενικά, όλα τα τραγούδια του δίσκου είναι καταπληκτικά. Αν μπορώ να ξεχωρίσω κάποια θα έλεγα τα 2 που ανέφερα προηγουμένως καθώς και τα 1983 (a merman I should turn to be), Voodoo child, Voodoo chile και All along the watchtower. Για να μην τα πολυλογώ το εν λόγω album αποτέλεσε αιτία για να αγοράσω όλους τους δίσκους του Jimi, να ψάξω την ζωή του και να τον σέβομαι για αυτό που πέτυχε σε 4 μόλις χρόνια καριέρας.

Χωρίς υπερβολή, συγκαταλέγω τον Jimi Hendrix σε αυτήν την ομάδα προσωπικοτήτων στυλ Μεγάλου Αλεξάνδρου, Ιησού, Χίτλερ, Ναπολέοντα, Λένιν, κλπ που ήρθαν για λίγο αλλά άφησαν πολλά…  Η μουσική του ήταν πολύ μπροστά από την εποχή του και χωρίς αυτόν η ηλεκτρική κιθάρα, η ροκ δεν θα ήταν η ίδια.

Το δεύτερο φως ήρθε με την μορφή ενός βιβλίου.  Βασικά δεν πρόκειται για ένα απλό βιβλίο αλλά για ένα έργο ισάξιο του Ευαγγελίου ή άλλων παρόμοιων συγγραμμάτων. Γίνομαι αιρετικός έ;…βλάσφημος; Ε, λοιπόν , έτσι κατηγόρησαν και τον συγγραφέα του, τον Νίκο Καζαντζάκη. Αυτόν τον υπέρτατο, οικουμενικό Έλληνα που με την λογοτεχνία του χάρισε στην υφήλιο παγκόσμια κλασσικά αριστουργήματα και με την φιλοσοφία του φώτισε τον κόσμο με Ελλάδα – αυτήν την ειλικρινή, απλή, λευκή, γαλάζια, την ταξιδιάρα, την ανθρώπινη, ανήσυχη, σπιρτόζα Ελλάδα – αυτήν την Ελλάδα για την οποία πρέπει να είμαστε περήφανοι .

Όλα τα βιβλία του Καζαντζάκη είναι τέλεια αλλά αυτό που με σημάδεψε περισσότερο, λόγω του ότι ήταν το πρώτο που διάβασα, είναι το “Βίος και η Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά”. Η επαφή με τον συγγραφέα έγινε επίσης αργά στην ζωή μου (κάπου στα 25) και πάλι σε μια προσπάθεια να γνωρίσω κάτι που θεωρούσε ο κόσμος ως κλασσικό. Διάβαζα (και συνεχίζω φυσικά να διαβάζω) αλλά έως τότε θεωρούσα τους κλασσικούς βαρετούς, παρωχημένους και ότι η θεματολογία τους δεν συμβαδίζει με το παρόν. Όμως, όσο μεγαλώνω κατανοώ ότι κάτι λέγεται κλασσικό διότι αντέχει στον χρόνο, είτε αυτό αφορά στην μουσική, στον κινηματογράφο, στην λογοτεχνία, στην γαστρονομία κ.α..

Σχετικά με το βιβλίο, αυτό που μου έκανε τρομερή εντύπωση ήταν το πως ο συγγραφέας μετέτρεψε μία απόλυτα λιτή, ίσως και βαρετή υπόθεση σε μία ενδιαφέρουσα, συναρπαστική ιστορία. Ποιά είναι αυτή; Ένας καλλιεργημένος τύπος αποφασίζει να ταξιδέψει στην Κρήτη για να εκμεταλλευθεί το παλιό οικογενειακό ορυχείο έχοντας ως συντροφιά έναν μεγάλης ηλικίας , λαϊκό άνδρα τον οποίο έχει γνωρίσει λίγο πριν αναχωρήσει… Κανένα ενδιαφέρον. Ιδίως σε σχέση με τα σύγχρονα κινηματογραφικά/λογοτεχνικά πρότυπα που επιτάσσουν σασπένς, παράξενες ιστορίες και όσο γίνεται περισσότερο αλλοπρόσαλλα και ανατρεπτικά σενάρια προκειμένου να κερδίσουν τον αναγνώστη από το πρώτο λεπτό, από την πρώτη σελίδα. Και όμως, το βιβλίο εξελίσσεται σε ένα αριστούργημα του οποίου η κάθε σελίδα είναι ένα δίδαγμα του πως οφείλουμε να ζούμε ως άνθρωποι προτού φύγουμε από τον κόσμο αυτόν. Το τώρα, η ευτυχία που κρύβεται στα απλά πράγματα, η δίψα για ζωή, η αλήθεια που είναι εξόφθαλμα μπροστά μας είναι οι βασικές έννοιες τις οποίες διαπραγματεύεται το βιβλίο.

Κλείνοντας αυτό το κεφάλαιο θα ήθελα να σημειώσω τα δύο κατ’εμέ βασικά ταλέντα του Καζαντζάκη. Το πρώτο αφορά στο πώς παίρνει απλά πράγματα και τα κάνει μεγαλειώδη και το δεύτερο το πώς χειρίζεται την ελληνική γλώσσα. Ομολογώ ότι ο λόγος, οι λέξεις και οι φράσεις που χρησιμοποιεί με έκαναν να ανατρέχω συχνά σε λεξικό για να αποκομίσω τα μέγιστα της κάθε περιγραφής.  Τέλος, κάτι από τον πρόλογο του συγγραφέα στο βιβλίο:

Στη ζωή μου, οι πιο μεγάλοι μου ευεργέτες στάθηκαν τα ταξίδια και τα ονείρατα· από τους ανθρώπους, ζωντανούς και πεθαμένους, πολύ λίγοι βοήθησαν τον αγώνα μου. Όμως, αν ήθελα να ξεχωρίσω ποιοι άνθρωποι άφησαν βαθύτερα τ’ αχνάρια τους στην ψυχή μου, ίσως να ξεχώριζα τρεις-τέσσερεις: τον ‘Όμηρο, τον Μπέρξονα, το Νίτσε και το Ζορμπά.

Ο πρώτος στάθηκε για μένα το γαληνό κατάφωτο μάτι -σαν το δίσκο του ήλιου- που φωτίζει με απολυτρωτικιά λάμψη τα πάντα· ο Μπέρξονας με αλάφρωσε από άλυτες φιλοσοφικές αγωνίες που με τυραννούσαν στα πρώτα νιάτα· ο Νίτσε με πλούτισε με καινούριες αγωνίες και μ’ έμαθε να μετουσιώνω τη δυστυχία, την πίκρα, την αβεβαιότητα σε περηφάνια κι ο Ζορμπάς μ’ έμαθε ν’ αγαπώ τη ζωή και να μη φοβούμαι το θάνατο.

Και να που φτάνω στην τρίτη επιφοίτηση η οποία ήρθε πάλι με την μορφή μουσικού δίσκου. Πρόκειται για το Swordfishtrombones του Tom Waits. Όταν προσπαθώ να ανασκαλέψω την αιτία που με ώθησε να αγοράσω αυτό το άλμπουμ χάνομαι στην χορταριασμένη ζούγκλα της μνήμης μου.

Ο Tom Waits αποτελεί τον τελευταίο μου καλλιτεχνικό σούπερ ήρωα o οποίος μου φανερώθηκε μετά τα τριάντα, όταν όλοι οι άλλοι σουπερ ήρωες είχαν πια μεγαλώσει κι αυτοί μαζί μου και δεν με εντυπωσίαζαν πια.

Κάποια τραγούδια στο myspace, μετά στο ανερχόμενο youtube, κάτι άρθρα στο ποπ και ροκ με προέτρεψαν να δοκιμάσω την μουσική του όπως δοκιμάζεις ένα άγνωστο ποτό. Έτσι είναι ο Tom… Ένας ποιητής που είπε να ασχοληθεί με την μουσική, ένα ρεμάλι που έπαιζε πιάνο σε καμπαρέ και μπαρς, ένας τύπος που δεν ήθελε να γίνει ροκ σταρ παρά μόνο να γράψει τραγούδια, ένας αληθινός καλλιτέχνης.

Σε αυτό το σημείο επιτρέψτε μου να κάνω μία παρεμβολή. Ο γνωστός τζαζ πιανίστας Milcho Leviev τον οποίο τυγχάνει να γνωρίζω προσωπικά μου είχε πει ότι καλλιτέχνης είναι αυτός που δεν φοβάται. Ε λοιπόν ο Tom Waits είναι ένας καλλιτέχνης! Δεν κολλάει σε ταμπέλες, σε μουσικά στυλ και δεν φοβάται να χρησιμοποιήσει κάθε λογής όργανα (και οτιδήποτε μπορεί να προκαλέσει ήχο) στους δίσκους του, ακόμα και να αλλάξει την φωνή του από απαλή σε τραχιά “α λα Louis Armstrong” φωνή. Σε αυτό το γνώρισμα μοιάζει με τον Καζαντζάκη. Δεν φοβάται.

Πάμε στον εν λόγω δίσκο λοιπόν. Σίγουρα δεν ήταν εύκολος στο άκουσμα. Αυτό είναι κάτι που δεν χωράει αμφισβήτηση. Η μουσική του δεν είναι mainstream (βασικά η μουσική του είναι ένα αμάλγαμα μουσικών ειδών και ήχων) για αυτό και πολλοί εκεί έξω δυσκολεύονται να τον ακούσουν.

Για να το κάνω πιο λιανά, αν η μουσική του Tom Waits ήταν φαγητό σίγουρα δεν θα ήταν αυγά με πατάτες, burger ή μακαρόνια με σάλτσα…

Ζούσαμε όμως ακόμα στην εποχή των δίσκων και όχι στην σημερινή εποχή όπου ο καλλιτέχνης πρέπει να κερδίσει τον ακροατή στα πρώτα δευτερόλεπτα ειδάλλως τον χάνει με ένα κλικ, οπότε και εγώ του έδωσα χρόνο. Άκουσα τον δίσκο μία, δύο..τρείς φορές. Το εν λόγω άλμπουμ έμοιαζε με ανασκαφή που απαιτούσε χρόνο προκειμένου να φτάσω στο επιθυμητό εύρημα, ήτοι την κατανόηση και απόλαυση του. Και όντως, όπως κάποια πράγματα στη ζωή (όπως π.χ. ο καφές) τα ξεκινάς χωρίς να σου αρέσουν αλλά μετά σου γίνονται απαραίτητα έτσι και ο Tom Waits με το swordfishtrombones απέκτησε μία ιδιαίτερη θέση στην καρδιά μου. Ήταν το τελευταίο “φως” που αντίκρισα, το οποίο όμως δεν μου αποκαλύφθηκε αλλά με προκάλεσε να το ανακαλύψω!

Η επιρροή του στο ματωμένο γαλάζιο είναι κάτι παραπάνω από εμφανής. Η χρήση μη μουσικών οργάνων ή και εξεζητημένων μουσικών οργάνων για την δημιουργία μουσικής, η στιχουργική που αποσκοπεί στην αφήγηση ιστοριών και όχι σε ποιητικές αοριστολογίες καθώς και ο αφηγηματικός θεατρικός λόγος που συνοδεύεται από μουσική ήταν οι πιο μεγάλες επιρροές του εν λόγω δίσκου στην καλλιτεχνική μου εξέλιξη. Ο Tom Waits στο Swordfishtrombone όπως και στα μετέπειτα άλμπουμς του μου δίδαξε πώς ένα λάτιν κομμάτι μπορεί να είναι σκοτεινό, πώς το ροκ μπορεί να είναι νωχελικό, πώς μία αφήγηση μπορεί να είναι μουσική και πώς ο καθένας μας μπορεί να παίξει τζαζ. Shore leave, Town with no cheer, Frank’s wild years (σας θυμίζει κάτι με το “τα πιο τρελά χρόνια του Ανέστη”;), Swordfishtrombones, Troubles braids και Rainbirds είναι αυτά που θα πρότεινα να ακούσετε για αρχή.

…Εσείς;…έχετε δει κάποιο φως; Θα χαρώ να το μάθω.